καμψίουρος

καμψίουρος
καμψί-ουρος [pron. full] [ῐ], ον,
A bending the tail, v. σκίουρος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καμψίουρος — καμψίουρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. αυτός που κάμπτει την ουρά 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ καμψίουρος ο σκίουρος, η βερβερίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμψι (< κάμπτω) + ουρος (< οὐρά), πρβλ. θυσάν ουρος, μακρόουρος. Σύνθ. τού τ. τερψί μβροτος*] …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”